κλονισμένος

κλονισμένος
chancelant

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • υπόκλονος — ον, Μ λίγο κλονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλόνος «κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός»] …   Dictionary of Greek

  • κλονίζομαι — κλονίζομαι, κλονίστηκα, κλονισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλονίζω — κλόνισα, κλονίστηκα, κλονισμένος 1. σείω, ταράζω: Ο σεισμός κλόνισε τα σπίτια. 2. κάνω κάποιον να χάσει την πεποίθησή του: Τον κλόνισε το επιχείρημά μου. 3. το μέσ., κλονίζομαι ταλαντεύομαι, κινδυνεύω να πέσω: Η κυβέρνηση κλονίζεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”